Κρητική μουσική παράδοση


Ιστορία Κρητικής Μουσικής

 


Η Κρητική μουσική είναι αμάλγαμα πολλών παραδόσεων. Το νησί της Κρήτης, σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, επέτρεψε στη μουσική του ν' αγκαλιάσει διάφορα ποικίλα μουσικά ιδιώματα αλλά και να είναι, συνάμα, μοναδική. Δημιουργήθηκε στα προϊστορικά χρόνια κι όπως διατηρήθηκε ή εξελίχθηκε ως τα σήμερα είναι η αρχαιοπρεπέστερη και γνησιότερη ελληνική και ευρωπαϊκή μουσική. Για αυτή μιλούν ο Πλάτωνας στους "Νόμους" και στον "Μίνωα", ο "Ευριπίδης" στους "Κρήτες", ο "Σοφοκλής" στον "Δαίδαλο", ο Ηρόδοτος στην "Ιστορία" του, ο Αριστοτέλης, ο Ισοκράτης, ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος, ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Στράβων και άλλοι, που όλοι τους θαυμάζουν τον προελληνικό Μινωικό πολιτισμό. Αποδείξεις μπορεί να βρει κανείς στα μουσικοχορευτικά στοιχεία που διασώθηκαν απ' ευθείας ή πλάγια ανάμεσα στους αιώνες και στις περιπέτειες του νησιού και στη σύγχρονη ασματική και χορευτική πραγματικότητα.
Ο γεωγράφος Στράβων στις γεωγραφικές του διηγήσεις μιλάει για μεγάλη μουσική και "ορχηστρική" ακμή στην πανάρχαια Κρήτη που αντικατοπτρίζεται στους περίφημους Κρητικούς νόμους της μουσικής, της ποίησης και της όρχησης. Σχεδόν όλοι οι ιστοριολόγοι συμφωνούν λίγο έως πολύ πως ο Πυρρίχιος, ο Ταύρος, ο Ορσίτης, ο Επικρήδιος, ο Γέρανος κι όλοι οι πανάρχαιοι ιεροί και κοσμικοί χοροί είναι κρητικοί ή κρητικής καταγωγής. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός που εκληρονόμησε κι ακολούθησε τον εκλεκτό Μεσογειακό πολιτισμό της Μινωικής Κρήτης και γίνηκε η βάση του κατοπινού μεγαλείου της κλασικής αρχαιότητας, εκτός όλων των άλλων, χρησιμοποίησε και τα μουσικά της στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά μεταφέρθηκαν όπου διαδόθηκε ο Ελληνισμός, τροποποιήθηκαν και έγιναν με τον καιρό τοπική μουσική σε θρησκευτικούς και κοσμικούς ύμνους και σε μουσικούς και χορευτικούς νόμους (που τους έλεγαν μάλιστα τιμητικά κρητικούς).
Έτσι, με κρητικές επιρροές δημιουργήθηκαν σιγά σιγά όλα τα ποικιλώνυμα μουσικά μοτίβα.
Οι μουσικοί τρόποι (λύδιος, μιξολύδιος, φρύγιος, δώριος κ.λ.π.) που ελάμπρυναν την κλασική και βυζαντινή υμνολογία και οι σημερινές ευρωπαϊκές νότες με το πεντάγραμμο είναι αναμφισβήτητα εξέλιξη των επτά αλφαβητικών φθογγόσημων της αρχαιοελληνικής μουσικής όπως παρελήφθησαν από τους Λάτινους μεταφραστές, δηλαδή A, B, C, D, E, F,G, κι όπως από τον 10 αιώνα μ.Χ. τροποποιήθηκαν από τους Ευρωπαίους μουσουργούς Ουβάλντο και ντ' Αρέστο. Έτσι, η κρητική μουσική, όπως διατηρείται σήμερα στην Κρήτη αλλά κι όπως εξελίχθηκε δια μέσω των χρόνων και τόπων, είναι η αρχαιότερη μουσική, που αφού γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στο παρελθόν γίνηκε κατόπιν εξελιγμένη και τελειοποιημένη Κρητική, Ελληνική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή και τέλος Ευρωπαϊκή μουσική. Μια σχετικά εκτεταμένη επιστημονική έρευνα, αναμφισβήτητα θα φέρει σε φως κι όλα τα άλλα υπάρχοντα στοιχεία και θα βοηθήσει να ερμηνευτούν και να αρθούν πολλές πλάνες σχετικά με την Κρητική μουσική. Η μουσική στην Κρήτη αποτελεί ακόμη σήμερα σημαντικό μέρος της ζωής των ανθρώπων που την καλλιεργούν, την ακούν, τη χορεύουν και την τραγουδούν. Μουσική, χορός και τραγούδι στην Κρήτη αποτελούν ενότητα αρμονικά δεμένη με καλό φαΐ, πιοτό, κουβέντες, όλα συνδυασμένα με κέφι σε γλέντια όπου οι Κρητικοί συναντιούνται για να γιορτάσουν (π.χ. σε γάμους, βαφτίσεις, ονομαστικές γιορτές Αγίων, γιορτές κρασιού, επετείους ιστορικών και άλλων γεγονότων, κ.λ.π.) και για να μοιραστούν "καλές" στιγμές με μέλη της κοινότητάς τους. Αυτά τα δημόσια και κοινωνικά γλέντια δίνουν αφορμή στους Κρητικούς να εκφράσουν τα κοινωνικά τους πιστεύω αλλά και να επιδείξουν την Κρητική τους ταυτότητα. Όταν οι Κρητικοί γλεντούν δείχνουν ποίοι είναι, εκφράζονται, επικοινωνούν και δηλώνουν δημόσια τι σημαίνει να είσαι Κρητικός. Το νησί της Κρήτης είναι γνωστό για την ανεξαρτησία του πνεύματος των κατοίκων του. Οι Κρητικοί, που έδρασαν ενεργά σ' επαναστάσεις, αντιστάθηκαν και ακόμη αντιστέκονται σε δεσμούς, ονομάζονται παλικάρια, ανθρώπινοι ήρωες, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να πεθάνουν για την ελευθερία τους. Γενναίοι και δυνατοί, αποκαλούνται επίσης λεβέντες και μερακλήδες. Αυτούς τους Κρητικούς συναντάμε στα Κρητικά γλέντια. Εκεί, μέσα στην κοινότητα, με το χορό και το τραγούδι τους εκφράζεται η προσωπικότητά τους. Έρχονται σε κέφι αλλά και φέρνουν κέφι, είναι μερακλήδες, λεβέντες, παλικάρια.
Στις μέρες μας οι φυσικές ιστορικές και ευρύτερα κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Ο κόσμος αλλάζει μα ο άνθρωπος όπου γης εξακολουθεί να έχει τα ίδια προβλήματα επιθυμίες, χαρές, λύπες και αγωνίες. Τις χαρές τον πόνο τον έρωτα τραγουδά η Κρήτη με την παράδοση της, βαθιά ανθρώπινη σε ένα κόσμο που ψάχνει να βρει τον άνθρωπο. Τα νέα παιδιά εξακολουθούν και σήμερα να χορεύουν τους χορούς της Κρήτης, να τραγουδούν τις μαντινάδες της να δημιουργούν να μαθαίνουν τα μουσικά όργανα γεγονός που οφείλεται κυρίως στη δύναμη της ψυχής το μεράκι και την ιδιοσυγκρασία των Κρητικών όπου κι αν βρίσκονται.

 

Μουσικά Όργανα

Το βασικό όργανο της κριτικής μουσικής, η κρητική λύρα, αρχίζει να κάνει έντονη την παρουσία της γύρω στον 17ο αι. μ.Χ. και από τον 18ο αι. και μετά καθιερώνεται πλήρως. Φυσικά η αρχική μορφή της λύρας ήταν αρκετά διαφορετική από τη σημερινή που πρωτοκατασκευάστηκε το 1940 από τον Ρεθυμνιώτη Μανόλη Σταγάκη. Τόσο ο ήχος και το αχλαδοειδές σχήμα της κρητικής λύρας όσο και τα παραδοσιακά ακούσματα της κρητικής μουσικής διαμορφώνονται μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και σ΄ αυτό κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν λυράρηδες από το Ρέθυμνο. Χωρίς αμφιβολία την περίοδο αυτή οι Ρεθεμνιώτες Κώστας Μουντάκης και Θανάσης Σκορδαλός ήταν εκείνοι που χάραξαν το δρόμο και οδήγησαν προς την καθιέρωση και την παγκόσμια αναγνώριση της κρητικής παραδοσιακής μουσικής στις επόμενες δεκαετίες. Παράλληλα μ΄ εκείνους αλλά και ακόμα παλαιότερα μεγάλοι και άξιοι καλλιτέχνες από το Ρέθυμνο όπως ο Μανόλης Λαγός, ο Ανδρέας Ροδινός και ο Στέλιος Φουσταλιέρης που επιδόθηκε κυρίως στο μπουλγαρί, έθεταν τα θεμέλια της κρητικής, παραδοσιακής μουσικής. ¶λλα όργανα σε Κρητικά μουσικά σύνολα είναι το λαούτο ή λαγούτο (έγχορδο κι αυτό), το βιολί, το μαντολίνο, σπανιότερα το μπουλγαρί (έγχορδο όργανο), η ασκομαντούρα, άσκαυλος ή ασκομπαντούρα (πνευστό όργανο), το σφυροχάμπιολο ή θιαμπόλι (ξύλινο πνευστό), το νταούλι (κρουστό), αλλά και -ειδικά στη σημερινή εποχή- η κιθάρα και το τουμπελέκι (κρουστό).

 

Κρητικοί Χοροί

Οι χοροί της Κρήτης αυτοί καθαυτοί σαν απόδειξη της αξεπέραστης παράδοσης μας είναι και θα είναι η ταυτότητα του τόπου μας μαζί με ένα σύνολο άλλων στοιχείων. Ίσως είμαστε το μοναδικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας που εξακολουθεί να διευρύνει την παραδοσιακή του ταυτότητα σε όλους τους τομείς. Ο λαός μας από αρχαιότατων χρόνων έχει καταφέρει να αφήσει το δικό του στίγμα στην Ελλάδα και από την πλευράς της Αρχιτεκτονικής και από τη μεριά της μόρφωσης.
Πολλές αναφορές στην αρχαιότητα μας κατευθύνουν στις λατρευτικές τελετουργίες που γίνονταν στην Κρήτη κυρίως από γυναίκες μια και η Θεότητα ήταν γυναίκα γύρω από βωμούς, δέντρα και αγάλματα οι γυναίκες με τα χέρια σε έκταση και τις λαβες προς τα πάνω χόρευαν γύρω από το βωμό σε κύκλο κάτι που θυμίζει πολύ τους χορούς που χορεύουμε σήμερα. Έτσι λοιπόν εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι απλοί κυκλικοί χοροί ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν μάλιστα ότι οι Κρήτες είχαν βρει ένα ιδιαίτερο τρόπο να επικοινωνούν με τους Θεούς. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι Κρήτες δεν έκαναν διαχωρισμό στους χορούς που γίνονταν για τελετουργικό σκοπό η για διασκέδαση. Ένα αγαλματίδιο του 15ου αιώνα που βρέθηκε στο Παλαίκαστρο Σητείας και αναπαριστά τρεις γυναίκες σε κύκλο να χορεύουν περιστοιχίζοντας μια άλλη που παίζει λύρα. Μας δίνει ακόμα μια καλύτερη εικόνα για τους απλούς κυκλικούς χορούς.
Γενικότερα ξεφυλλίζοντας τη μυθολογία βρίσκουμε ακόμα περισσότερες αναφορές για την Κρητική μουσική, γνωστός είναι ο μύθος ότι ο Θησέας φεύγοντας από την Κρήτη και φτάνοντας στη Δήλο χόρεψε μαζί με τους συντρόφους του ένα χορό με ένα ιδιαίτερο ρυθμό που αντέγραψε με τα χορευτικά του βήματα τις ελικοειδής στροφές του Λαβύρινθου.
Ακόμα και η περίφημη ασπίδα του Αχιλλέα σύμφωνα με το Όμηρο ήταν διακοσμημένη με γλέντι από το παλάτι της Κνωσού.
Στη πάροδο τόπι χρόνο η μουσική αυτή θα υποστεί μεγάλες αλλαγές όπου οι κυριότερες θα γίνουν στα βυζαντινά χρόνια, όπου οι θρησκοκεντρικοί ως επί το πλείστον ήχοι θα επηρεάσουν έμμεσα και άμεσα την Κρητική μουσική.
 
ΣΙΓΑΝΟΣ
O Σιγανός είναι αργός περπατητός χορός ο οποίος χορεύεται με τα χέρια πιασμένα από τους ωμούς, ολοκληρώνεται με έξι ή οκτώ βήματα, με οκτώ βήματα χορεύεται στο Μυλοπόταμο, ενώ με έξι χορεύεται στο Ηράκλειο. Όταν χορεύεται με έξι βήματα δεν ολοκληρώνει τη μελωδία γιατί τα βασικά του μέτρα είναι οκτώ, είναι όμως πιο εύκολος και γενικά χαρακτηρίζεται Τουριστικός χορός. Επειδή στο Σιγανό ο κύκλος των χορευτών όταν είναι πολλοί κουλουριάζει με τη μορφή ελικοειδούς πολλοί λένε ότι αναπαριστά την έξοδο του Θησέα από το Λαβύρινθο.
Ο Σιγανός λέγεται ότι είναι ο χορός της νύφη, γιατί χορεύεται στους γάμους με το γαμπρό μπροστά και τη νύφη δίπλα.
Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την ακριβής προέλευση του, λέγεται όμως ότι κατά την Τουρκοκρατία, οι αγάδες συνήθιζαν να καλούν τους Κρητικούς στους οντάδες του και ρίχνοντας στο πάτωμα ρόβι για να γλιστρούν έβαζαν τις γυναίκες και τις κόρες τους να χορεύουν για να πέφτουν κάτω να σηκώνονται τα φουστάνια του και να κάνουν χάζι. Έτσι οι Κρητικοί μην μπορώντας να κάνουν άλλο τίποτα παρακάλεσαν τους οργανοπαίχτες που ήταν συνήθως Χριστιανοί να φτιάξουν μια μελωδία για ένα χορό απερπάτητο με γερο κράτημα ώστε να μην χάνουν εύκολα οι γυναίκες την ισορροπία τους και να μην πέφτουν. Έτσι έγινε η σύνθεση του Σιγανού.
Άλλη εκδοχή θέλει τους Τούρκους στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη να έχουν απαγορέψει στους Κρητικούς να χορεύουν επαναστατικούς χορούς. Έτσι οι Κρήτες εφηύραν το Σιγανό που μοιάζει πολύ στα βήματα με το πεντοζάλη για να μην ξεχάσουν το σπουδαίο αυτό χορό. Σήμερα ο σκοπός του Σιγανού συνοδεύεται πολύ συχνά από σειρά μαντινάδων περιπαιχτικές, ερωτικές, καημού και πόνου.
 
ΣΥΡΤΟΣ
Ο συρτός ή σερτός είναι ένας αργός χορός που χορεύεται σε ρυθμός που βασίζεται σε μέτρο 2/4 (4 γυρίσματα από 2 φορές) και συνοδεύεται από λύρα ή βιολί, λαούτο, μαντολίνο ή ασκομαντούρα στα ορεινά.
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία σκοπών που συνοδεύουν το συρτό, ο πρώτος, ο δεύτερος,ο Κισσαμίτικος, κ.α.
Ονομάζεται συρτός ή σερτός γιατί τα πόδια του χορευτή σέρνονται στο έδαφος χωρίς να χάνουν την επαφή τους με τη γη την οποία οι Κρήτες λάτρεψαν ως θεά. Ολοκληρώνεται με έντεκα βήματα ή δώδεκα βήματα, όταν χορεύεται με έντεκα βήματα κρατάμε ένα χρόνο, και η φορά του είναι κυκλική, με τα χέρια σε απόσταση με τις λαβες προς τα πάνω. Κατά την εξελίξει του οι χορευτές σχηματίζουν ένα κύκλο ο οποίος κλείνει και ανοίγει προς τα μέσα. Ο κύκλος οδηγείται από τον πρώτο ( το χορευτή που κρατάει μπροστά) ο οποίος έχει τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάζει κάνοντας μικρές παραλλαγές στους βηματισμούς σχηματίζοντας τις φιγούρες ή ταλίμια, μικρούς πολύπλοκους νευρώδεις και ενίοτε πηδηχτούς βηματισμούς χωρίς όμως ενθουσιασμό και μεγάλα άλματα, έχοντας τη δυνατότητα να αποσπάται από τον κύκλο καταφέρνει στροφές και πάσα που απογειώνουν το σύνολο του χορού. Αφού τελειώσει πιάνει τελευταίος και ο δεύτερος γίνεται πρώτος κάνοντας και αυτός τις δικά του αυτοσχέδια ταλίμια ή πάσα.
Όταν ο χορός εκτελείται μόνο από άνδρες ακολουθείται αυστηρά ο ακόλουθος σχηματισμός. Ο πρώτος με ένα μαντήλι σέρνει το δεύτερο και χορεύουν ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούν περπατώντας με τα χέρια ενωμένα και προς τα κάτω. Ο πρώτος παίρνει την πρώτη στροφή ακολουθώντας πιστά τους βηματισμούς του συρτού, στη δεύτερη στροφή κάνει εναλλαγές στο βηματισμό με σύνεση και στωικότητα εκτελώντας μικρές αυτοσχέδιες φιγούρες, στην τρίτη στροφή με περισσότερο ενθουσιασμό εκτελεί πιο έντονα πάσα και αποσπώμενος του κύκλου με αλματώδης κινήσεις πιάνει τελευταίος. Έτσι ο δεύτερος γίνεται πρώτος και εκτελεί τις δικές του παραλλαγές μαζί με τον δεύτερο. Αυτό γίνεται μέχρι να χορέψουν όλοι μπροστά. Αυτό έχει ιδιαίτερα αλληγορική σημασία γιατί αναπαριστά τον Αρχηγό με τον υπαρχηγό που μαζί σέρνουν τους άντρες στον πόλεμο και όταν ο αρχηγός σκοτωθεί παίρνει τη θέση του ο υπαρχηγός.
Ιστορικά στοιχεία μας λένε ότι λίγες μέρες πριν το κοσμοϊστορικό γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ξεκίνησαν περίπου χίλιοι Κρήτες εθελοντές να πολεμήσουν στην Πόλη.(Η μόνη ναυτική εκστρατεία που ολοκληρώθηκε) Όταν η Πόλη έπεσε οι εκατόν πενήντα περίπου Κρήτες που είχαν απομείνει συνέχισαν να πολεμούν στους τρεις πύργους που είχαν αναλάβει. Έτσι ο πασάς θέλοντας να παραδειγματίσει τους Τούρκους στρατιώτες αποφάσισε να τους αφήσει να φύγουν με ένα από τα πλοία τους ένοπλοι και με τα λάβαρα τους, τιμώντας την αυτοθυσία τους. Κατά την παράδοση οι Κρήτες κατά τις λίγες στιγμές ανάπαυλας από τον πόλεμο συνήθιζαν να τραγουδούν τραγούδια που προέτρεπαν σε ηρωισμό και αυτοθυσία συνδυάζοντας την αρχαία πυρίχη με την βυζαντινή μουσική φτιάχνοντας δυο δικές τους μελωδίες να συνοδεύουν τα τραγούδια τους. Μετά από χρόνια σε ένα γάμο καπεταναίων οι οπλαρχηγοί διέταξαν τον οργανοπαίχτη του γάμου να παίξει αυτούς τους τιμημένους σκοπούς και υπό τη συναισθηματική φόρτιση των αναμνήσεων τους χόρεψαν τον τελετουργικό αρχαίο χορό με παραλλαγές. Έτσι προέκυψε ο σημερινός συρτός με τα έντεκα βήματα. Κατά τους οργανοπαίχτες και τους χορευτές της εποχής εκείνης ο χορός άρχισε να διαδίδεται σε όλη την Κρήτη κατά τη δεκαετία του 20 περίπου, με μερικές παραλλαγές όσον αφορά τους βηματισμούς και τη μελωδία. Η έκφραση του από επαναστατική στα δυτικά γίνεται πιο λυρική όσο προχωράμε στα ανατολικά. Έτσι αλλιώς χορεύεται ο συρτός στη Κίσσαμο, αλλιώς στο Μυλοπόταμο αλλιώς στο Ηράκλειο και αλλιώς στη Σητεία.
Η γυναίκα στην Κρήτη πιάνει πολλές φορές μπροστά στο συρτό, εκείνη σε αντίθεση με τον άντρα δίνει μεγάλη σημασία στη χορευτική έκφραση παρά στη δεξιοτεχνία, δεν εκτελεί άλματα και πηδήματα αλλά μικρούς σεμνούς βηματισμούς με αρμονία στην κίνηση του σώματος και των ποδιών. Κάνει στροφές και πάσα που μας παραπέμπουν πολύ συχνά στις τοιχογραφίες της Κνωσού που αναπαριστά τις γαλάζιες κύριες με τις φουντωτές φούστες σε όλη τους την έξαρση.
 
ΠΕΝΤΟΖΑΛΗΣ
Το Πεντοζάλη είναι και αυτό ένα ιδιαίτερα ενθουσιώδης και αλματώδης χορός τα βασικά του βήματα είναι πέντε όπως το μαρτυράει αλώστε και το όνομα του και βασίζεται σε ρυθμό με οκτώ μουσικά μέτρα . Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες με τα χέρια πιασμένα από τους ώμους σε κύκλο. Η συνοδευτική μουσική παίζεται από βιολί ή λύρα με λαούτο, μαντολίνο και ασκομαντούρα στα ορεινά.
Το πεντοζάλη είναι ίσως ο πιο γνωστός αλλά και ιστορικός χορός της Κρήτης. Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια του Τουρκικού ζυγού η Κρήτη και γενικότερα η Ελλάδα υπό την ανάγκη σύμμαχων συνεργαζόταν με τη Ρωσία. Τότε στο θρόνο της Ρωσία είχε ανέβει η αυτοκράτειρα Αικατερίνη η οποία με πραξικόπημα είχε κατεβάσει από το θρόνο την αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Ρωσία. Στο πραξικόπημα συμμετείχε και ένας Έλληνας Λοχαγός της ανακτορικής φρουράς ο Παπαζώλης. Μετά λοιπόν την ενθρόνιση της Αικατερίνης Β' ο Παπαζώλης σε συνεννόηση με φίλους του Ρώσους αυλικούς ζήτησε από την αυτοκράτειρα να βοηθήσει το Ελληνικό γένος να απαλλαγεί από τον Τουρκικό ζυγό. Ύστερα λοιπόν από συνεννοήσεις η Αικατερίνη αποφάσισε να στείλει στρατό στην Ελλάδα ώστε να βοηθήσει στο ξεσηκωμό, αφού η απελευθέρωση της Ελλάδος και ο καταποντισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορία εξυπηρετούσε και τα δικά της σχέδια για εξάπλωση της αυτοκρατορίας της. Αυτό έγινε γρήγορα γνωστό στην Ελλάδα μέσω του Παπαζώλη που σε ένα του ταξίδι ξεσήκωσε τους Έλληνες. Για το ξεσηκωμό άκουσε όμως και ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης από την Κρήτη που με τα καραβιά του σαν έμπορος ταξίδευε συχνά στη Ρωσία. Ο Δασκαλογιάννης μορφωμένος και ευγενικός, θαρραλέος και με ισχύ στη Κρήτη αφού για τα προσόντα του οι Κρήτες του είχαν δώσει την προσφώνηση Δάσκαλος εξού και Δασκαλογιαννης και τον είχαν παραδεχθεί ως αρχηγό, ήρθε πρώτος σε επαφή με τους αυλικούς της Αικατερίνης και συνεννοήθηκε για την επικείμενη βοήθεια της Ρωσίας. Έτσι φτάνοντας στην Κρήτη σε συνεννόηση με του υπαρχηγούς του ετοίμαζε την δική του επανάσταση στην Κρήτη, υπολογίζοντας στη βοήθεια της Ρωσίας.
Κατά την παράδοση αποφάσισαν να κάμουν και ένα καινούργιο πολεμικό χορό που να συμβολίζει το πέμπτο "ζάλο" την πέμπτη δηλαδή εξέγερση κατά σειρά κατά των Τούρκων. Διεμήνυσε λοιπόν στον οργανοπαίχτη Κιώρο από την Ανώπολη Σφακιών να του συνθέσει ένα πολεμικό χορό με πέντε ζάλα (βήματα), και δώδεκα γυρίσματα όσοι και οι αρχηγοί που έπαιρναν μέρος στο ξεσηκωμό. Ο χορός χορεύτηκε με τους στρατιώτες πιασμένους από τους ώμους για να συμβολίζει έτσι την αλληλοστήριξη των πολεμιστών. Η εξέγερση όμως αυτή κατεπνίγει και ο Δασκαλογιάννης όπως και οι καπεταναίοι του σκοτώθηκαν έμεινε όμως ο χορός να θυμίζει τον ξεσηκωμό και κατ' επέκταση το Δασκαλογιάννη.
Άλλη εκδοχή θέλει το Πεντοζάλη να έχει δημιουργηθεί από την συμφωνία πέντε καπεταναίων που ο καθένας είχε το δικό του γύρισμα.
Στο Πεντοζάλη ο πρώτος σε απόλυτη συνεννόηση με του υπόλοιπους χορευτές έχει περιορισμό αυτοσχεδιασμού, τα βήματα του οίνε τελετουργικά και μετρημένα. Η γυναίκα δεν πιάνει συχνά μπροστά στο Πεντοζάλη.

 

ΣΟΥΣΤΑ

Η Σούστα είναι ο αντικριστός χορός της Κρήτης που έχει πάρει πολλά στοιχεία από τον αρχαίο πυρρίχιο. Ο ιδιαίτερος τρόπος που χορεύεται το καταμαρτυρεί. Ο χορός χορεύεται από άνδρες και γυναίκες, εναλλάξ πιασμένοι από τις παλάμες όλοι μαζί σχηματίζουν στην αρχή ένα ημικύκλιο χορεύοντας, στη συνεχεία χωρίζουν και στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο σχηματίζοντας δυο ομάδες, ανδρών και γυναικών. Σε όλη τη διάρκεια του χορού ανάμεσα στο ζευγάρι αναπτύσσεται μια ιστορία, ο άνδρας με καλέσματα και αγκαλιάσματα, με στριφογυρίσματα και πηδήματα προσκαλεί τη γυναίκα, την πλησιάζει ερωτικά. Η γυναίκα με τη σειρά της με τσακίσματα και πλησιάσματα με στροφές και απομακρύσματα αντιστέκεται στο ερωτικό κάλεσμα. Με τις κινήσεις των χεριών και του κεφαλιού αναπτύσσεται σιγά σιγά στο ζευγάρι μια συζήτηση. Ώσπου στο τέλος επέρχεται η ένωση. Η εξελίξει του χορού λοιπόν είναι μια ερωτική ιστορία που ο κάθε χορευτής ανάλογα με την θέση του παίζει το δικό του ρόλο. Ο χορός απαιτεί απόλυτη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στο σώμα, τα χέρια και το κεφάλι που όλα σε συνδυασμό συντελούν στην απόλυτη έκφραση του χορού. Ο ρυθμός βασίζεται σε μέτρο 2/4 και η συνοδευτική μουσική παίζεται με λύρα ή βιολί και λαούτο, μαντολίνο ή ασκομαντουρα στα ορεινά. Τα βασικά του βήματα είναι τρία.
Η Σούστα σαν χορός έχει τις ρίζες του στον αρχαίο πυρρίχιο που θεωρείται ο αρχαιότερος πολεμικός Κρητικός χορός. Όπως είπαμε στην αρχαιότητα οι Έλληνες πίστευαν ότι οι Κρήτες είχαν εφεύρει την τέχνη του χορού κάτω από θεια έμπνευση και ότι οι αρχαιότεροι χοροί της Κρήτης και γενικότερα όλης της Ελλάδας ήταν οι χοροί των Κουρητών.
Ο πιο γνωστός χορός τους ήταν ο πυρρίχιος που λέγεται έτσι γιατί με τη γενική ονομασία πυρρίχη χαρακτηρίζονται όλοι οι πολεμικοί χοροί. Λέγεται μάλιστα ότι τον χορό εφηύρε ο Κουρήτας Πύρριχος, ένας Κουρήτας θεός που είχε χάρη στο χορό του. Ο πολεμικός αυτός χορός χορεύονται με όλη τον πολεμικό εξοπλισμό και παρίστανε τη μάχη των πεζών στρατιωτών. Χορεύονταν ποτέ από έναν πολεμιστή μονάχα ή από πολλούς μαζί, οι οποίοι παρίσταναν τις κινήσεις τους αγώνα. Θεωρείται όμως ότι τον πυρρίχιο διέσωσε ο διάσημος Κρητικός μουσικός και σύνθετης Θαλήτας ο οποίος συνέθεσε πολλά τραγούδια για το χορό αυτό. Ο Θαλήτας στην αρχαιότητα ήταν γνωστός για την σύνθεση παιάνων και υπορχημάτων τα οποία τον έκανα ευρύτερα γνωστό. Λέγεται ότι ο Θαλήτας σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών κλήθηκε στη Σπάρτη για να τη γλιτώσει από ένα λοιμό με τη βοήθεια των παιάνων. Τότε μάλλον έμαθε στους Σπαρτιάτες τον πυρρίχιο. όπου σιγά σιγά διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα. Μάλιστα από αναφορές μαθαίνουμε ότι ο χορός χορεύονταν γύρω στο 60π.χ στην Αθηνά στη γιορτή των Παναθηναίων.
Γύρω στο 300μ.χ ο χορός άρχισε να χορεύεται και από γυναίκες και έτσι πήρε χαρακτήρα ερωτικό. Το σημερινό όνομα του το πήρε κατά την εποχή της ενετοκρατία από την ιταλική λέξη susta που σημαίνει έλασμα (ελατήριο) μια και το σώμα κατά τη διάρκεια του χορού το θυμίζει. Με τη διάδοση του κάθε πόλη που τον χόρευε του άλλαζε όνομα διεκδικώντας την πατρότητα του. Επικράτησε όμως στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Στα νησιά ο ρυθμός παίζεται και με νταουλάκι.
Παλιότερα ο χορός έδινε τη δυνατότητα σε έναν άντρα ερωτευμένο να εκδηλώσει τα συναισθήματα του σε μια γυναίκα. Η ποικιλία στους σκοπούς και τα τραγούδια της Σούστας είναι μεγάλη, και δίνει τη δυνατότητα για άπλωμα των χεριών και μεγαλύτερη έκφραση του σώματος. Ένας καλός χορευτής και μια καλή χορεύτρια μπορούν εύκολα κατά τη διάρκεια του χορού να εκτελέσουν μια ερωτική ιστορία από την αρχή μέχρι το ευτυχισμένο τέλος.

 

ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ (ΜΑΛΕΒΙΖΙΩΤΗΣ)

O Μαλεβιζιώτης ή Καστρινός πηδηχτός είναι ένας χορός αλματώδης ο οποίος ολοκληρώνεται σε δεκαέξι βήματα, (οκτώ μπροστά και οκτώ πίσω). Χορεύεται σε ρυθμό με μέτρο 2/4, τη συνοδευτική μουσική παίζουν βιολί ή λύρα με λαγούτο, μαντολίνο ή ασκομαντουρα στα ορεινά Ο χορός αυτός είναι ενθουσιώδης και δυναμικός Χορεύεται κυκλικά με τα χέρια πιασμένα από τις παλάμες στο ύψος των ώμων και τους αγκώνες λυγισμένους. Εξελίσσετε με λεβεντιά και ενθουσιασμό και αφήνει τον χορευτή η τη χορεύτρια που σέρνει το χορό να αυτοσχεδιάσει χωρίς να την περιορίζει ιδιαίτερα ο σκοπός.
Οι αρχαίοι έλληνες πίστευαν ότι ο χορός αποτελεί θεια έμπνευση, μια θεϊκή δημιουργία που αποκαλυπτόταν σε εκλεκτούς που αυτοί με τη σειρά τους τους μάθαιναν στους συνάνθρωπους τους. Σαν απόδειξη ήταν ότι όλες οι θεότητες είχαν τους δικούς του τελετουργικούς χορούς που εκτελούνταν από λίγους και εκλεκτούς. Όπως επίσης και οι μεγάλοι ήρωες πολλοί συχνά αποκαλούνταν καλοί χορευτές. Όπως στις μέρες μας που είναι λίγοι αυτοί που μπορούν να χορέψουν πραγματικά όμορφα και με μεγαλοπρέπεια ένα χορό, χωρίς περιττούς θεατρινισμούς ώστε να προκαλέσουν θαυμασμό, πατώντας πάνω στο ρυθμό και στο σκοπό του χορού.
Η θεϊκή προέλευση του χορού έχει κάποια βάση αφού πολλοί χοροί των Ελλήνων έλκουν τις ρίζες τους από τη Μινωική εποχή. Μέσα στα ελληνικά γραπτά συναντούμε που και που ένοπλους επαναστατικούς χορούς όπως ο ορσίτη (αρχαίος Κρητικός χορός) που ο Αθηναίος μας λέει ότι έχει τις ρίζες του στην αρχαία πυρρίχη. Ο όρος όρσος ή όρσες δίνεται στις αλματώδης στριφογυριστές φιγούρες που κάνουν και στις μέρες μας οι χορευτές . Ο χορός πρωτοεμφανίστηκε στην επαρχία μαλεβυζίου γι' αυτό και ονομάζεται μαλεβιζιώτης ή Καστρινός γιατί πρωτοχορεύτηκε στο Ηράκλειο ή Κάστρο. Στα Χανιά ο χορός λέγεται Καστρινή Σούστα. Στη υπόλοιπη Κρήτη διαδόθηκε γύρω στη δεκαετία του 20. Ο Μαλεβιζιώτης έχει και αυτός την αστική και την ορεινή του πλευρά.
Σύγχρονοι μελετητές μας λένε ότι ο αλματώδης και θορυβώδης χορός δεν είναι αναγκάστηκα πολεμικός, αλλά έχει δυο εκδοχές. Είτε είναι τελετουργικός όπου με τις αλματώδεις κινήσεις επιδιώκουν να αυξήσουν την παραγωγή και την γονιμότητα των σπαρτών πράγμα που υποστηρίζει και η μαγεία, είτε εξαγνιστικός αφού με τις θορυβώδεις μελωδίες έδιωχνα μακριά τα κακά πνεύματα.
Οι Κρήτες είχαν διαφόρων μορφών διασκεδάσεις και χωρίς να διακρίνουν τους χορούς χόρευαν συχνά Είτε αργά και τελετουργικά είτε αλματωδώς και θορυβωδώς.
Γύρω στο 1546 ένας Γάλλος επισκέπτης στα Σφακιά γράφει: : "Βρισκόμενος σ' ένα χωριό, κοντό στην κατοικία του Ι. Μπαρότσο, κοντά στη χώρα Σφακίων, βρέθηκα σε μια γιορτή που ήρθαν χωρικοί, άλλοι με τις αρραβωνιαστικιές τους άλλοι με τις γυναίκες τους. Είχαν κάνει μεγάλη συντροφιά και αφού ήπιαν πολύ, άρχισαν να χορεύουν στη μεγάλη ζέστη, όχι στη σκιά, αλλά στο δυνατό ήλιο του Ιουλίου. Ήσαν φορτωμένοι όπλα και δεν έπαυαν να χορεύουν έως τη νύχτα. Έτσι παράξενα ντυμένοι και φορτωμένοι με φαρέτρα με 150 περίπου βέλη, που την είχαν πίσω στη ράχη και μ' ένα τόξο καλά τεντωμένο κρεμασμένο στο μπράτσο τους και με μια σπάθα στο πλάι χόρευαν, προσπαθώντας να κάμουν τα ωραιότερα και ψηλότερα πηδήματα".
Στο χορό αυτό ο χορευτής που κρατάει πρώτος έχει τη δυνατότητα αποσπώμενος του κύκλου να κάνει άλματα στριφογυριστά να συνθέσει πολλαπλούς αυτοσχέδιου ενθουσιώδης βηματισμούς και αν είναι καλός γνωστής των Κρητικών χορών να συνθέσει μια δική του χορευτική πράξη. Η γυναίκα στην Κρήτη πιάνει συχνά μπροστά έχοντα και εκείνη τη δυνατότητα με λεπτεπίλεπτους ελαφρά αλματώδης βηματισμούς, με στροφές και καθίσματα, με ντροπαλά ταλίμια να συνδυάσει ποικίλες παραλλαγές βηματισμών ή σε συνδυασμό με το δεύτερο μαζί εκτελούν μια χορευτική πράξη. Ο Γεώργιος Χατζηδάκις γύρω στο 1909 μας περιγράφει μια χαρακτηριστική φιγούρα του αυτοσχεδιασμού του μπροστινού: "άλλοτε ο οδηγός του χορού αποσπάται του κύκλου και χορεύει μόνος κρούοντας χείρας, άλλοτε πάλιν υψών τους πόδας κτυπά αυτούς με τα χείρας του εν ρυθμό. Οι πλέον ευκίνητοι στηριζόμενοι δια της μία χειρός επί του δευτέρου χορευτού και υψούντες το σώμα επί των ποδών, κάμπτουν τούτο προς τα όπισθεν, μέχρις ότου η κεφαλή αυτών εγγίζει το έδαφος. Ανορθούμενοι δ' έπειτα αποτόμως εξακολουθούν χορεύοντας χωρίς να χάσουν τον ρυθμόν"

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Τα παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Κρήτη, για την απόδοση της μουσικής των χορών και των τραγουδιών της, άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλα σε μικρότερο, είναι το λαγούτο, η λύρα, το βιολί, η βιολόλυρα, το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουλγαρί, μ(π)αντούρα, η ασκομ(π)αντούρα, το χαμπιόλι και το νταουλάκι. Οι τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτά στην Kρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το νταουλάκι, το χαμπιόλι, τη μ(π)αντούρα, την ασκομ(π)αντούρα, το λαγούτο, το βιολί και την κιθάρα, καθώς και άλλα μουσικά όργανα (τσίτερες, κλαδοτσύμπανα, τρομπέτες, άρπες, μπάσα κλπ) των οποίων η χρήση δεν επιβίωσε. Για τη λύρα, το μπουλγαρί και το μαντολίνο τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα. Αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Τέλος, η βιολόλυρα είναι όργανο της εποχής του μεσοπολέμου.
χρήση των αυλών και των τυμπάνων στην Κρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωμένοι της εποχής από τις αρχές του 15ου και του 17ου αιώνα, αντίστοιχα. Tα τύμπανα, που ονομάζονται και ταμπούρλα, αναφέρονται και στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου. Το μικρό κρητικό τύμπανο, που ονομάζεται νταουλάκι ή τουμπί, διατηρείται μέχρι σήμερα μόνο στο νομό Λασιθίου και είναι αυτό ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής κληρονομιάς του νομού. Είναι ένα ρυθμικό όργανο, το οποίο παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα, που ονομάζονται τουμπόξυλα, και συνήθως συνοδεύει ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο, που μπορεί να είναι μ(π)αντούρα,
ασκομ(π)αντούρα, λύρα ή βιολί.
Στην Κρήτη απαντώνται δύο τύποι αυλών. O ένας έχει στην άκρη επιστόμιο, όπως το φλάουτο με ράμφος, και ο άλλος μονό γλωσσίδι, όπως το κλαρινέτο. ονομασίες που αποδίδονται στον κάθε τύπο είναι πολλές, ανάλογα με τις περιοχές, και σημειωτέον διαφορετικές από τις αντίστοιχες της υπόλοιπης Ελλάδας. Το πρώτο ακούγεται ως: χαμπιόλι, θιαμπόλι, φθιαμπόλιφτιαμπόλι ή φιαμπόλι), μπαμπιόλιπαμπιόλι), σφυροχάμπιουλοσφυροχάμπουλο), πειροχάμπιολο και γλωσσοχάμπουλο. Για το όργανο με γλωσσίδι ο κρητικός λαός χρησιμοποιεί τις ονομασίες μαντούρα, μπαντούρα ή παντούρα. Όπως καταδεικνύεται από την κρητική λογοτεχνία, οι όροι φιαμπόλι, μαντούρα και παντούρα είναι γνωστοί στην Kρήτη από τα τέλη του 16ου αιώνα
Ασκομ(π)αντούρα ή φλασκομ(π)αντούρα ονομάζεται στην Κρήτη η γνωστή σε όλα τα νησιά του Αιγαίου τσαμπούνα, η οποία είναι ο ένας από τους δύο τύπους άσκαυλου που συναντάμε στον ελλαδικό χώρο. Η χρήση της στην Κρήτη μαρτυρείται εικονογραφικά από τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα.
H παρουσία του λαγούτου και του βιολιού στην Κρήτη, ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα, επισημαίνεται από τα τέλη του 16ου αιώνα σε πολλές πηγές, φιλολογικές, αρχειακές, μουσειακές (κεντήματα) κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα η χρήση του λαγούτου είχε περιοριστεί μόνο στο νομό Χανίων. Αντίθετα το βιολί παρέμεινε μέχρι τη δεκαετία του 1960 το πιο δημοφιλές όργανο στις περισσότερες περιοχές των νομών Χανίων, Λασιθίου και Ηρακλείου. O παλαιότερος γνωστός λαϊκός βιολάτορας στην Κρήτη θεωρείται ο Στέφανος Tριανταφυλλάκης ή Kιώρος (1715-1800) από τις Λουσακιές Κισσάμου Χανίων, που εμπνεύστηκε ή διαμόρφωσε τη μουσική του πεντοζαλιού, καθώς και αρκετούς σκοπούς του χανιώτικου συρτού
Τις τελευταίες δεκαετίες το λαγούτο διαδόθηκε σε όλη την Κρήτη, ενώ παράλληλα άλλαξε μέγεθος, κούρδισμα και ρόλο, περιοριζόμενο στην ρυθμική συνοδεία. Όμως στα Χανιά το λαγούτο παιζόταν και παίζεται όπως αιώνες παλαιότερα, δηλαδή δεν κρατεί απλώς το ρυθμό και δεν παίζει ρόλο οργάνου συνοδείας, αλλά μόνο του ή με το βιολί ή τη λύρα παίζει και τη μελωδία, σαν να συνεχίζοντας θα λέγαμε την παλαιά παράδοση του μεσαιωνικού ή αναγεννησιακού λαγούτου, που ήταν όργανο σολιστικό.
Τι συνέβαινε όμως με τη λύρα; Αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα μ.Χ., άρχισε να χρησιμοποιείται στην Κρήτη, σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, μετά την τουρκική κατάκτηση, τον 17ο ή τον 18ο αιώνα. Οι λύρες που συναντάμε σε κείμενα της Ενετοκρατίας αφορούν τις αναγεννησιακές «λύρες ντα μπράτσο» και δεν έχουν καμία σχέση με τη λύρα που σήμερα παίζεται στην Κρήτη.
Στην Κρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Το λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο, κατάλληλο για χορό και η βροντόλυρα, μεγαλύτερη σε μέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Από τους δύο τύπους αυτούς προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα.
Στις μέρες μας η αχλαδόσχημη αιγαιοπελαγίτικη λύρα (που συναντάμε σε παραλλαγές στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Κάρπαθο, την Κάσο κ.α.) θεωρείται το κατ’ εξοχήν λαϊκό όργανο της Κρήτης. Λόγω συγκυριών, κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια μέσα από τα χέρια σπουδαίων και φημισμένων λαϊκών μουσικών. Η εύκολη και ανέξοδη κατασκευή της λύρας από τον ερασιτέχνη μουσικό, εν αντιθέσει με το βιολί που κατασκευάζεται από επαγγελματία οργανοποιό και κοστίζει πολύ, συνέβαλε στη γρήγορη διάδοσή της στο νησί, πιθανόν στα τέλη του 18ου αιώνα, αφού από τότε αναφέρεται σε διάφορες πηγές. H περιοχή της Κρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η χρήση της λύρας είναι ο νομός Ρεθύμνου. Μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν, κυρίως, μόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα, και στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Κατά την εκτέλεση της μουσικής τα γερακοκούδουνα με επιδέξιες κινήσεις μεταμορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας.
Στις αρχές της περιόδου του Μεσοπολέμου (1920-1940) διαμορφώθηκε στην κεντρική Κρήτη η βιολόλυρα, μια οκτάσχημη λύρα που δημιουργήθηκε στα πλαίσια μιας προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στο νομό Ηρακλείου.
Μπουλγαρί ονομάζεται στην Κρήτη ένα όργανο του τύπου του ταμπουρά, με μικρό αχλαδόσχημο κυρτό ηχείο και μακρύ λεπτό χέρι. Η χρήση του στη Κρήτη είναι πιθανή από τα μέσα του 18ου αιώνα. Xρησιμοποιήθηκε (και χρησιμοποιείται), κυρίως, στην απόδοση των ταμπαχανιώτικων τραγουδιών που ακούγονταν στα αστικά κέντρα της Kρήτης (Xανιά, Pέθυμνο και Hράκλειο) τα χρόνια του Mεσοπολέμου (1920-1940) και στα οποία συνδυάζεται η κρητική μουσική, η μικρασιάτικη και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το μαντολίνο είναι ένα όργανο που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη το 17ο αιώνα. Πολλά χρόνια τώρα, και χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς από πότε, το χρησιμοποιούν οι Κρητικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες κυρίως ως όργανο μελωδίας ή συνοδείας της λύρας στην κεντρική Κρήτη και του βιολιού στην ανατολική. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών σπουδαίων παλαιών μουσικών, το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νομό Ρεθύμνου ήταν το μπουλγαρί και το μαντολίνο.
H κιθάρα (όργανο σήμερα της λαϊκής μουσικής πολλών χωρών), διαμορφώθηκε στη Δυτική Ευρώπη σταδιακά, από το Μεσαίωνα μέχρι το 19ο αιώνα). Αν και γνωστή στην Κρήτη από την εποχή της Βενετοκρατίας, χρησιμοποιείται μόνο σε ορισμένες περιοχές του νομού Λασιθίου, ως «πάσσο», καθαρά συνοδευτικό όργανο του βιολιού. Σήμερα, έντονη είναι η παρουσία της στις επαρχίες Σητείας και Ιεράπετρας με την πλούσια βιολιστική παράδοση.

ΡΙΖΙΤΙΚΑ

Ριζίτικα ονομάστηκαν από τους νεότερους μελετητές τα τραγούδια που γεννήθηκαν στην περιοχή των Λευκών Ορέων του Νομού Χανίων.  Η ονομασία τους οφείλεται στο ότι είναι προϊόντα της ρίζας, δηλαδή των πρόποδων των βουνών.  Μια άλλη εκδοχή θέλει τα ριζίτικα να προέρχονται από την αρχαία Ριζηνία, τα σημερινά Μεσκλά της επαρχίας Κυδωνίας.  Τα συνέθεσαν οι ριζίτες, οι κάτοικοι των ψηλών χωριών που διατηρούν ολοζώντανα τα προαιώνια ήθη και έθιμα της Κρήτης.  Για την προέλευση των ριζίτικων τραγουδιών δεν έχουμε πολλά εξακριβωμένα στοιχεία.  Βέβαιο είναι ότι οι ρίζες τους φτάνουν μέχρι την Βυζαντινή περίοδο, ενώ αρκετοί σύγχρονοι μελετητές έχουν τη γνώμη πως τα ριζίτικα αποτελούν τη συνέχεια των πολεμικών ασμάτων των Δωριαίων, που εγκαταστάθηκαν γύρω στα 1000 π. Χ. στις ορεινές περιοχές των Χανίων και διατήρησαν τις πανάρχαιες παραδόσεις τους αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου.  Τα περισσότερα είναι δημιουργήματα των αιώνων της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας.  Τα ριζίτικα τραγουδιούνται acapella, δηλαδή χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων.  Οι γνωστοί μέχρι σήμερα σκοποί είναι 32 ή λίγο περισσότεροι με μικρές παραλλαγές.  Υπάρχουν όμως και άλλα 47 ιδιόμελα τραγούδια του είδους.  Η μουσική των ριζίτικων τραγουδιών αποτελεί ένα θέμα με ξεχωριστό ενδιαφέρον.  Η μελωδία υποτάσσει το στίχο και τον προσαρμόζει στα δικά της καλούπια.
Έχουμε δύο είδη ριζίτικων τραγουδιών.  Αυτά που τραγουδιούνται στην τάβλα, δηλαδή τα επιτραπέζια και λέγονται τραγούδια και αυτά που τραγουδιούνται στην στράτα ή κατά τη διάρκεια πορείας και λέγονται της στράτας.  Τα τραγούδια της στράτας τα έλεγαν οι ριζίτες όταν έκαναν μακρινές πορείες από το ένα χωριό στο άλλο, όπως για παράδειγμα στη περίπτωση του γάμου, όπου γινόταν η μεταφορά της προίκας και η γαμήλια πομπή (ψήκι) συνόδευε τη νύφη στο νέο της σπιτικό.  Επειδή πολύ συχνά οι μακρινές μετακινήσεις στα ορεινά και δύσβατα μέρη γίνονταν καβάλα σε μουλάρια, άλογα ή γαϊδούρια, η μελωδία των τραγουδιών της στράτας είναι προσαρμοσμένη στο βάδισμα των ζώων αυτών και μοιάζει με έφιππο εμβατήριο.  Τα τραγούδια της στράτας έχουν ένα μόνο μουσικό σκοπό, πρωτόγονο, δυναμικό και βαρύ. 
Θέματά τους μπορεί να είναι η αγάπη για τη λευτεριά, ο θαυμασμός απέναντι στους ανδρειωμένους, τα συναισθήματα για τη φιλία και τη φιλοξενία, η ποιμενική ζωή, η αγάπη για τη φύση, οι οικογενειακοί δεσμοί κ.α.  Υπάρχουν, όμως, και αρκετά που αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα της κρητικής ιστορίας.  Τα τραγούδια αυτά αποτελούν χαρακτηριστικές εκδηλώσεις στις οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις, στις γιορτές και τα πανηγύρια, στα βαφτίσια, στους αρραβώνες και στους γάμους. 
 
Τα πολύστιχα ιστορικά - αφηγηματικά τραγούδια είναι γνωστά σε όλη την Κρήτη και ονομάζονται ΡίμεςΑναφέρονται σε πρόσωπα ή γεγονότα της κρητικής ιστορίας με τοπική ή ευρύτερη διάσταση, συνεχίζοντας έτσι, την παράδοση της έμμετρης λαϊκής χρονικογραφίας των μεταβυζαντινών χρόνων.  Όλα σχεδόν είναι γραμμένα με τον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο.  Όσο πιο εκτενή είναι, τόσο πιο αξιόλογα θεωρούνται, σε αντίθεση με τα ριζίτικα, που η δύναμή τους κρύβεται στην συντομία τους.  Τα τραγούδια αυτά, όπως και τα ριζίτικα, αποτελούν μια αξιόλογη πηγή της ιστορικής έρευνας αν και μερικές φορές, λόγω προτεραιότητας του ποιητικού στοιχείου εκφράζουν κάποιες ανακρίβειες.  Δίνουν άλλοτε μια πιο πιστή και άλλοτε μια πιο ελεύθερη εικόνα διαφόρων σημαντικών προσωπικοτήτων ή γεγονότων που χάραξαν την πορεία του λαού της Κρήτης ή ολόκληρου του Ελληνισμού.  Αντιπροσωπευτικά δείγματα ρίμας είναι: το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», το «Τραγούδι του πύργου του Αλιδάκη», το «Τραγούδι του Θεοδωρομανώλη» και το «Τραγούδι του Καπετάν Μιχάλη Κόρακα» και άλλα.  
 
Τα Μοιρολόγια είναι τα λυπητερά τραγούδια που αναφέρονται στο θάνατο.  Άλλοτε απευθύνονται στο εκλιπόν συγγενικό πρόσωπο (μάνα, πατέρα, αδερφό-ή, σύζυγο, γιο, κόρη) κι άλλοτε στον ίδιο το Χάρο ή το Νάδη.  Χωρίζονται σε δυο γενικές κατηγορίες.  Στα γνωστά, κοινά μοιρολόγια και στα πρωτότυπα ή αυθόρμητα δημιουργήματα της στιγμής.  Τα πρώτα συναντά κανείς σε διάφορες συλλογές παραδοσιακών τραγουδιών της Κρήτης.  Τα αυθόρμητα μοιρολόγια δεν υπάρχουν γενικά στις συλλογές, καθώς ή περισυλλογή τέτοιων τραγουδιών ήταν σχεδόν αδύνατη, γιατί ήταν απαγορευμένο σε άσχετους να βρίσκονται σε χώρο όπου οι συγγενείς έκλαιγαν το νεκρό τους. Συνέβη όμως κάποιος να διατηρήσει στη μνήμη του, ολόκληρο ή αποσπασματικά, ένα γνήσιο αυθόρμητο μοιρολόι που ειπώθηκε σε ένα συγκεκριμένο νεκρό.  Με αυτόν τον τρόπο διασώθηκαν ελάχιστα δείγματα από πρωτότυπα μοιρολόγια. Λίγα δείγματα αυτού του είδους δημοσιεύθηκαν από το Νίκο Αγγελή τη δεκαετία του 60’. Τα μοιρολόγια συγκροτούνται από δεκαπεντασύλλαβους, άλλοτε ομοιοκατάληκτους και άλλοτε ανομοιοκατάληκτους στίχους, ενώ ένας άλλος, ακόμα, τύπος μοιρολογιού είναι τα ενδεκασύλλαβα ή δωδεκασύλλαβα με ομοιοκατάληκτο στίχο.   Παραθέτουμε τρία εξαιρετικά μοιρολόγια από τη συλλογή του Νίκου Αγγελή. 
Το πρώτο με δεκαπεντασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο στίχο είναι αφιερωμένο στη μεγάλη συμφορά της Κανάκαινας, απ’ τ’ Ασκύφου Σφακίων, που σκότωσαν τους τρεις της γιους.
 
«Χριστέ και να κατέβαινε βρύση απ’ τη Μαδάρα
να πορπατεί κλιτά, κλιτά, να ‘ρχεται αγάλι, αγάλι,
να βρει τσι γούρνες εύκαιρες να μπει να τσι γεμίσει
να πλύνουν οι ανύπλητες, να πλύνουν κι οι πλυμένες,
να πλύνει κι η Κανάκαινα τα ματωμένα ρούχα.»
 
Το δεύτερο με δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο είναι το μοιρολόι που τραγούδησε η Βίγλαινα από τα Σφακιά για το γιο της, που ήταν βοσκός και καθώς κυνηγούσε, γκρεμίστηκε στα πλευρά του φαραγγιού της Σαμαριάς.  Όπως, όμως, έπεφτε σκοτωμένος στο χάος, πιάστηκε από κάποια κλαδιά και έμεινε μετέωρος.
 
«Έθαψα ‘γω κι απ’ αρρωσιά, έθαψα κι από μπάλα
πέντε ‘σαν κι αποθάνασι ούλα μιτσά, μεγάλα.
Σα το δικό σου τον καυμό, άλλο καυμό δεν είχα
να σε θωρώ να κρέμεσαι τη μέρα και τη νύχτα.
Πνιγμός, γκρεμνός του τσιφτελή, του τυχερού είν΄ η σφαίρα,
μα ‘σένα σου ‘τανε γραφτό να λιώσεις στον αέρα.»
 
Το τρίτο με ενδεκασύλλαβο και δωδεκασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο είναι της Ζαμπέταινας από την Ανώπολη Σφακίων, η οποία το τραγούδησε για το γιο της, που σκοτώθηκε στις πρώτες μάχες της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη το 1770. 
«Μαρμαρωμένο σε θωρώ, Πωλιό μου,
αγρίμι τω Μαδάρω και δικό μου.
Μιλώ σου και δε μου μιλείς, κλωνάρι μου,
πιάνω σε και μου φεύγεις, παλικάρι μου.
Που πάεις με τέτοιαν Άνοιξη, καλέ μου,
που πάεις με τέτοιον ήλιο, σύντροφέ μου;»
 
Τα κρητικά μοιρολόγια απλώνουν τις ρίζες τους στο πολύ μακρινό παρελθόν.  Πρόκειται για τη συνέχεια των ομηρικών θρηνωδών ασμάτων, τα οποία επιβίωσαν στο πέρασμα των αιώνων και έφτασαν μέχρι την εποχή μας.        
  
Τα Ταμπαχανιώτικα είναι τα αστικά νταλκαδιάρικα τραγούδια της Κρήτης στα οποία συνδυάζονται αρμονικά η κρητική λαϊκή μουσική με τη μικρασιάτικη και τη ρεμπέτικη.  Αποδίδονται με μπουλγαρί.  Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή την περίοδο του Μεσοπολέμου στα Χανιά και το Ρέθυμνο.  Τα παλαιότερα ταμπαχανιώτικα εντοπίζονται στα Χανιά, ένα από αυτά είναι ο περίφημος «Σταφιδιανός» του εξωμότη Κρητικού Μεχμέτ Μπέη Σταφιδάκη.  Η ετυμολογία του όρου ταμπαχανιώτικα συνδέεται με τους ταμπάκηδες, δηλαδή τους βυρσοδέψες και τα ταμπάχανα.  Σύντομα θα δημοσιεύσουμε σχετικό άρθρο.   
  
Οι μουσικές φράσεις που συγκροτούν οργανικές μελωδίες, τραγούδια και χορούς στην Κρήτη ονομάζονται κοντυλιές.  Στις μέρες μας, κοντυλιές λέμε κυρίως τις μουσικές προτάσεις σκοπών της ανατολικής Κρήτης και του σιγανού χορού της κεντρικής Kρήτης, όπως αυτός αποδίδεται σε διάφορες περιοχές.  Έτσι, έχουμε τις περίτεχνες κοντυλιές από τις επαρχίες Σητείας, Ιεράπετρας και Bιάννου (που συνήθως δεν τραγουδιούνται, ούτε χορεύονται και με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τη γρήγορη ρυθμική αγωγή) και τις φημισμένες κοντυλιές του σιγανού χορού στις επαρχίες Aγίου Βασιλείου, Aμαρίου, Pεθύμνης και περιοχής Μεσσαράς Ηρακλείου (με την πιο αργή ρυθμική αγωγή, πάνω στη μελωδία των οποίων αποδίδονται ενίοτε μαντινάδες ή ρίμες, δηλαδή πολύστιχα τραγούδια).  Υπάρχουν, επίσης, κοντυλιές που εντάσσονται μεν στα παραπάνω, όμως αποτελούν προσωπικές δημιουργίες (ή διασκευές), όπως: οι κοντυλιές Kαλογερίδη στο νομό Λασιθίου και οι κοντυλιές του Καραβίτη στην επαρχία . Βασιλείου Pεθύμνης. Eντούτοις, αρκετά συχνά η λέξη κοντυλιά έχει και τη σημασία της μουσικής που αποδίδει η λύρα ή το βιολί, δηλαδή τις δοξαριές, με τον ίδιο τρόπο που η λέξη πενιά σημαίνει τη μουσική του λαγούτου, του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά.  Κατά τη γνώμη του μουσικού Γιάννη Nτεληβασίλη, την οποία κατέγραψε η εξαίρετη λαογράφος Μαρία Λιουδάκη, ο όρος κοντυλιά έχει την εξής αρχή: “Στα παλιά τα χρόνια μουσικό όργανο στην Κρήτη ήταν ο αυλός (χαμπιόλι ή μ(π)αντούρα), φτιαγμένος από καλάμι. Στο καλάμι το αναμεταξύ στα γόνατα μέρος λέγεται κόντυλας. Έτσι, μια που η μουσική των μαντινάδων παίζονταν πάνω στον κόντυλα (αφού εκεί ανοίγονται οι τρύπες), πήρε από ’κει τ’ όνομα κοντυλιά.”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου